- ομοφραδής
- ὁμοφραδής, -ές (Α)1. αυτός που ομιλεί μαζί ή, κατ' άλλους, αυτός που ηχεί με όμοιο τρόπο («ὁμοφραδὴς ἦχος», ΕΜ)2. σύμφωνος, ομόφωνος, τής ίδιας γνώμης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -φραδής (< *φράδος < φράζω «μιλώ»), πρβλ. ολιγο-φραδής, πολυ-φραδής].
Dictionary of Greek. 2013.