ομοφραδής

ομοφραδής
ὁμοφραδής, -ές (Α)
1. αυτός που ομιλεί μαζί ή, κατ' άλλους, αυτός που ηχεί με όμοιο τρόπο («ὁμοφραδὴς ἦχος», ΕΜ)
2. σύμφωνος, ομόφωνος, τής ίδιας γνώμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -φραδής (< *φράδος < φράζω «μιλώ»), πρβλ. ολιγο-φραδής, πολυ-φραδής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὁμοφραδοῦς — ὁμοφραδής similar sounding masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοφραδέες — ὁμοφραδής similar sounding masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοφραδέων — ὁμοφραδής similar sounding masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”